Home > Όροι > Macedonian (MK) > оска

оска

An imaginary straight line that runs through the middle of something, or about which things are arranged, typically according to material, geometric, or perceptual equilibrium.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Art history
  • Category: Visual arts
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Karakusheva
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 3

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Communication Category: Postal communication

делтиологија

Делтиологијата се однесува на собирањето и проучувањето на разгледници, најчесто како хоби.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Hilarious home-made inventions from China

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 4 Όροι

Famous products invented for the military

Κατηγορία: Objects   1 4 Όροι