Home > Όροι > Macedonian (MK) > коктел

коктел

A beverage that combines an alcohol with a mixer.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Ποτά
  • Category: Distilled liquor
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Spiders

коксални жлезди

На екскреторни органи на аркинидите, кај пајаците лоцирани спроти коксај на првата и третата нога, кои собираат отпад во сакул и ги празнат нив преку ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Surgical Doctors

Κατηγορία: Health   2 10 Όροι

Education Related

Κατηγορία: Εκπαίδευση   2 4 Όροι