Home > Όροι > Macedonian (MK) > дилатација
дилатација
The gradual opening of a narrowed artery by cracking and compressing the obstructive plaque.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Biochemistry(4818)
- Genetic engineering(2618)
- Biomedical(4)
- Green biotechnology(4)
- Blue biotechnology(1)
Biotechnology(7445) Terms
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)