Home > Όροι > Macedonian (MK) > дилатација

дилатација

The gradual opening of a narrowed artery by cracking and compressing the obstructive plaque.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anthropology Category: Cultural anthropology

братска полиандрија

Marriage of one woman with a set of brothers.

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Angels

Κατηγορία: Ιστορία   1 4 Όροι

International Commercial

Κατηγορία: Business   1 5 Όροι