Home > Όροι > Macedonian (MK) > двојно

двојно

In twofold degree or extent.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Τροφιμα Category: International dishes

Кашкавал

Кашкавал е вид на жолто сирење кое се произведува од крабјо или обчо млеко. Кашкавалот од Галичник е исклучиво овчи, а самото село има ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Super Bowl XLIX

Κατηγορία: Σπορ   3 6 Όροι

Top Ten Coolest Concept Cars

Κατηγορία: Other   2 10 Όροι