Home > Όροι > Macedonian (MK) > футурист
футурист
One who studies the future.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Rivers
Јангцекјанг (Јангце)
The longest river in Asia, and the ('''third-longest in the world'''). It flows for 6,418 kilometres (3,988 mi) from the glaciers on the Tibetan ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)
Railways(471) Terms
- Alcohol & Hydroxybenzene & Ether(29)
- Pigments(13)
- Organic acids(4)
- Intermediates(1)
Organic chemicals(47) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)