Home > Όροι > Macedonian (MK) > влијание

влијание

Ratios that measure the profitability of a firm in relation to various measures of investment in the firm.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Political systems
  • Category: General
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Fish

задоволувачка ајкула

Задоволувачката ајкула е вторта по големина ајкула, која живее во водите на Источно-Северен Пацифик. Задоволувачката ајкула го доби своето име, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Indonesia Famous Landmarks

Κατηγορία: Travel   2 6 Όροι

Dota Characters

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 9 Όροι