Home > Όροι > Macedonian (MK) > непропустлив
непропустлив
Impenetrable.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: adjective
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Λεξιλόγιο SAT
- Company:
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Cigarettes
електронски цигари
E-cigarettes are battery-operated cigarettes. Depending on the version and brand, these cigarettes allow users to inhale nicotine vapor or a ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)
Υπολογιστές(1136) Terms
- Project management(431)
- Mergers & acquisitions(316)
- Human resources(287)
- Relocation(217)
- Marketing(207)
- Οργάνωση Εορτών(177)
Business services(2022) Terms
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- Γενική αστρολογία(655)
- Ζώδια(168)
- Προσωπικό ωροσκόπιο(27)