Home > Όροι > Macedonian (MK) > отпуштање

отпуштање

A separation of an employee from an establishment that is initiated by the employer; an involuntary separation; a period of forced unemployment.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Kristina Ivanovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays

Ханука

Also spelled Chanukah, Hanukkah is a Jewish holiday that lasts for eight days, celebrated as a re-dedication of the Holy Temple in Jerusalem. A ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Medicine

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι

Common Birth Defects

Κατηγορία: Επιστήμη   1 5 Όροι