Home > Όροι > Macedonian (MK) > шминка

шминка

Козметички производи, како пудра, кармин итн.., нанесени на лицето за да го подобрат неговиот изглед.

(http://www.thefreedictionary.com/make-up)

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary: Make up
  • Κλάδος/Τομέας: Ομορφιά
  • Category: Skin care
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Dragana Todorovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Plants Category: Flowers

цвет

Collection of reproductive structures found in flowering plants.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The 12 Best Luxury Hotels in Jakarta

Κατηγορία: Travel   1 12 Όροι

Microeconomics

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 19 Όροι