Home > Όροι > Macedonian (MK) > модул
модул
A separate unit or selection of material that forms a coherent whole, but may be combined with other units.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes
езеро
A body of relatively still fresh or salt water of considerable size, localized in a basin that is surrounded by land. Lakes are inland and not part of ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marat Avetusyan
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί
Business Analyst Glossary by BACafé
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 2 Όροι
Browers Terms By Category
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Plastic injection molding(392)
- Industrial manufacturing(279)
- Paper production(220)
- Fiberglass(171)
- Contract manufacturing(108)
- Glass(45)
Manufacturing(1257) Terms
- Hats & caps(21)
- Scarves(8)
- Gloves & mittens(8)
- Hair accessories(6)
Fashion accessories(43) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)