Home > Όροι > Macedonian (MK) > дебел

дебел

Excessively fat or fleshy; corpulent.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Fitness
  • Category: Diet
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

alex sk
  • 0

    Όροι

  • 3

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Γεωγραφία Category: Γεωγραφία

Бистра

Бистра е млада верижна планина во западниот дел на Македонија. Богата е со голем број на специфични растенија, како: мајчина душица, кантарион, ...

Συμβάλλων

Edited by

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The Kamen Rider TV Series

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 25 Όροι

Knitting

Κατηγορία: Arts   2 31 Όροι