Home > Όροι > Macedonian (MK) > патоген

патоген

A microorganism that causes disease.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Αρχαιολογία
  • Category: Evolution
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

акнестис

Делот од телото, кои не може да го досегнете(да го почешате), обично просторот помеѓу плешките.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Basketball Fouls

Κατηγορία: Σπορ   1 10 Όροι

Simple Body Language Tips for Your Next Job Interview

Κατηγορία: Business   1 6 Όροι