Home > Όροι > Macedonian (MK) > напредување
напредување
The movement from one educational stage or developmental level to another.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
аортална валвула
The aortic valve is the heart's main doorway between the left ventricle and the aorta. The aortic valve can be affected by a range of problems that ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Μυθιστόρημα(910)
- General literature(746)
- Poetry(598)
- Chilldren's literature(212)
- Bestsellers(135)
- Διηγήματα(127)
Λογοτεχνία(3109) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Wireless networking(199)
- Modems(93)
- Firewall & VPN(91)
- Networking storage(39)
- Routers(3)
- Network switches(2)
Network hardware(428) Terms
- Contracts(640)
- Home improvement(270)
- Mortgage(171)
- Residential(37)
- Corporate(35)
- Commercial(31)