Home > Όροι > Macedonian (MK) > селективна дистрибуција

селективна дистрибуција

Making a product available in more than one outlet, but not in as many as are willing to stock it, also referred to as selective selling, see distribution intensity.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Professional careers
  • Category: Sales
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Jasmin
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 20

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

вселенски шатл

A reusable spacecraft with wings developed by the U.S. National Aeronautics and Space Administration (NASA) for human spaceflight missions. The first ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The history of coffee

Κατηγορία: Ιστορία   2 5 Όροι

Futures

Κατηγορία: Business   1 20 Όροι