Home > Όροι > Macedonian (MK) > чевел
чевел
Невешт готвач / главен готвач. Некој кој не готви добро.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Restaurants
- Category: Misc restaurant
- Company: The Back Burner
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Флојд Мејведер
Born Floyd Sinclair on February 24, 1977, an American professional boxer. He is a five-division world champion, where he won nine world titles in five ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Hand tools(59)
- Garden tools(45)
- General tools(10)
- Construction tools(2)
- Paint brush(1)
Tools(117) Terms
- Digital Signal Processors (DSP)(1099)
- Test equipment(1007)
- Semiconductor quality(321)
- Silicon wafer(101)
- Components, parts & accessories(10)
- Process equipment(6)
Semiconductors(2548) Terms
- Ceramics(605)
- Fine art(254)
- Sculpture(239)
- Σύγχρονη τέχνη(176)
- Oil painting(114)
- Beadwork(40)
Πολεμικές τέχνες(1468) Terms
- Λεξιλόγιο SAT(5103)
- Κολέγια & Πανεπιστήμια(425)
- Teaching(386)
- Γενική εκπαίδευση(351)
- Higher education(285)
- Γνώση(126)
Εκπαίδευση(6837) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)