Home > Όροι > Macedonian (MK) > социјализација
социјализација
Доживотен процес на социјално искуство каде лицата ги стекнуваат културните модели на нивното општество.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια
вселенски шатл
A reusable spacecraft with wings developed by the U.S. National Aeronautics and Space Administration (NASA) for human spaceflight missions. The first ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- General boating(783)
- Sailboat(137)
- Yacht(26)
Boat(946) Terms
- Καλλυντικά(80)
Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος(80) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Cheese(628)
- Butter(185)
- Ice cream(118)
- Yoghurt(45)
- Milk(26)
- Cream products(11)