Home > Όροι > Macedonian (MK) > вати

вати

A unit of electrical power. Lamps are rated in watts to indicate the rate at which they consume energy. (See KILOWATT HOUR).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Animals Category: Snakes

Кобра

Високо отровна змија од семејството елапидај родено во Азија и Африка. Кога се вознемирени, кобрата ја крева главата и ја проширува кожата на вратот ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Blood Types and Personality

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 4 Όροι

French Saints

Κατηγορία: Θρησκεία   1 20 Όροι