Home > Όροι > Macedonian (MK) > ампери

ампери

("Amps.") A measure of electrical current. In incandescent lamps, the current is related to voltage and power as follows: Watts (power) = Volts x Amps (current).

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Lights & lighting
  • Category: Lighting products
  • Company: GE
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

zocipro
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 18

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Religious holidays

Чиста среда

Чиста среда е забележан од страна на христијаните. Обележување на првиот ден од постот, кој трае до Велигден (период од 46 дена), тоа е ден на ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Avengers Characters

Κατηγορία: Other   1 8 Όροι

Theater Arts

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 20 Όροι