Home > Όροι > Macedonian (MK) > ангиографија
ангиографија
A diagnostic procedure in which catheters are passed through blood vessels to take pictures of the vessels or chambers of the heart.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Rivers
Јангцекјанг (Јангце)
The longest river in Asia, and the ('''third-longest in the world'''). It flows for 6,418 kilometres (3,988 mi) from the glaciers on the Tibetan ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Daniel
0
Όροι
7
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
sophisticated terms of economic theory
Κατηγορία: Business 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Φυσική γεωγραφία(2496)
- Γεωγραφία(671)
- Πόλεις & κωμοπόλεις(554)
- Χώρες & Κράτη(515)
- Capitals(283)
- Human geography(103)
Γεωγραφία(4630) Terms
- Film titles(41)
- Film studies(26)
- Filmmaking(17)
- Film types(13)
Cinema(97) Terms
- Zoological terms(611)
- Animal verbs(25)
Zoology(636) Terms
- Legal documentation(5)
- Technical publications(1)
- Marketing documentation(1)