Home > Όροι > Macedonian (MK) > ангиографија
ангиографија
A diagnostic procedure in which catheters are passed through blood vessels to take pictures of the vessels or chambers of the heart.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Χριστιανισμός
Света Петка е месност и црква на приближно 7 километри од Галичник. Секој 19-ти Август (Преображение Христово) се оди на мала прошетка и ручек бо ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Human evolution(1831)
- Evolution(562)
- General archaeology(328)
- Archaeology tools(11)
- Προϊόντα Τέχνης(8)
- Dig sites(4)
Αρχαιολογία(2749) Terms
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Lingerie(48)
- Underwear(32)
- Skirts & dresses(30)
- Coats & jackets(25)
- Trousers & shorts(22)
- Shirts(17)
Apparel(222) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)