Home > Όροι > Macedonian (MK) > буржоазија
буржоазија
In marxian theory, the class of people which owns the means of production.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: Criminology
- Company: Pearson Prentice Hall
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Smoking equipment
ззпалка
Запалката е преносливо средство кое се користи за генерирање на пламен. Таа се состои во контејнер со запалива течност, средство за палење, и некои ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- Christmas(52)
- Easter(33)
- Spring festival(22)
- Thanksgiving(15)
- Spanish festivals(11)
- Halloween(3)
Festivals(140) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Gardening(1753)
- Outdoor decorations(23)
- Patio & lawn(6)
- Gardening devices(6)
- BBQ(1)
- Gardening supplies(1)
Κηπουρική(1790) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)