Home > Όροι > Macedonian (MK) > констрикција
констрикција
Narrowing of a vessel or structure.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting
Мона Лиза
The Mona Lisa is widely recognized as one of the most famous paintings in the history of art. It is a half-length portrait of a seated woman painted ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Wine bottles(1)
- Soft drink bottles(1)
- Beer bottles(1)
Glass packaging(3) Terms
- General seafood(50)
- Shellfish(1)
Seafood(51) Terms
- Architecture(556)
- Interior design(194)
- Graphic design(194)
- Landscape design(94)
- Industrial design(20)
- Application design(17)
Design(1075) Terms
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)