Home > Όροι > Macedonian (MK) > работодавач

работодавач

A person or business employing one or more persons for wages or salary; the legal entity responsible for payment of quarterly unemployment insurance taxes or for reimbursing the State fund for unemployment insurance benefits costs in lieu of paying the quarterly taxes.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Labor
  • Category: Labor statistics
  • Company: U.S. DOL
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ane.red
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes

езеро

A body of relatively still fresh or salt water of considerable size, localized in a basin that is surrounded by land. Lakes are inland and not part of ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Famous Architects

Κατηγορία: Μηχανική   3 9 Όροι

Samsung Galaxy S6 and S6 Edge

Κατηγορία: Τεχνολογία   4 4 Όροι