Home > Όροι > Macedonian (MK) > фибрин
фибрин
A protein in the blood that enmeshes blood cells and other substances during blood clotting.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Smoking equipment
ззпалка
Запалката е преносливо средство кое се користи за генерирање на пламен. Таа се состои во контејнер со запалива течност, средство за палење, и некои ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Daniel
0
Όροι
7
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
sophisticated terms of economic theory
Κατηγορία: Business 2 20 Όροι
Browers Terms By Category
- Printers(127)
- Fax machines(71)
- Copiers(48)
- Office supplies(22)
- Scanners(9)
- Projectors(3)
Office equipment(281) Terms
- Wedding gowns(129)
- Wedding cake(34)
- Grooms(34)
- Wedding florals(25)
- Royal wedding(21)
- Honeymoons(5)
Weddings(254) Terms
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- Εντομοκτόνα(2181)
- Οργανικά λιπάσματα(10)
- Λιπάσματα ποτάσας(8)
- Ζιζανιοκτόνα(5)
- Μυκητοκτόνα(1)
- Insecticides(1)
Γεωργικές χημικές ουσίες(2207) Terms
- Marketing communications(549)
- Online advertising(216)
- Billboard advertising(152)
- Television advertising(72)
- Radio advertising(57)
- New media advertising(40)