Home > Όροι > Macedonian (MK) > внатрешност

внатрешност

[1] situated within or suitable for inside a building

[2] the inner or enclosed surface of something

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Tobacco Category: Smoking equipment

ззпалка

Запалката е преносливо средство кое се користи за генерирање на пламен. Таа се состои во контејнер со запалива течност, средство за палење, и некои ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Prestigious Bottles of Champagne

Κατηγορία: Food   1 10 Όροι

Famous Weapons

Κατηγορία: Objects   1 20 Όροι