Home > Όροι > Macedonian (MK) > морбидитет
морбидитет
The frequency of complications following a surgical procedure or treatment. Also, a disease state that requires hospitalization.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Ιατρικές συσκευές
- Category: Συσκευές καρδιακής υποστήριξης
- Company: Boston Scientific
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Social media(480)
- Ιντερνετ(195)
- Search engines(29)
- Online games(22)
- Ecommerce(21)
- SEO(8)
Υπηρεσίες ONLINE(770) Terms
- Lumber(635)
- Concrete(329)
- Stone(231)
- Wood flooring(155)
- Tiles(153)
- Bricks(40)
Building materials(1584) Terms
- SSL certificates(48)
- Wireless telecommunications(3)
Wireless technologies(51) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)