Home > Όροι > Macedonian (MK) > ресурси
ресурси
Material, either object, person, or location, that can be used to provide information.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Filipe Oliveira
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
Terms frequently used in K-pop
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 3 30 Όροι
Browers Terms By Category
- American culture(1308)
- Λαϊκή Κουλτούρα(211)
- Γενική κουλτούρα(150)
- Ανθρωποι(80)
Κουλτούρα(1749) Terms
- Industrial lubricants(657)
- Cranes(413)
- Laser equipment(243)
- Conveyors(185)
- Lathe(62)
- Welding equipment(52)
Industrial machinery(1734) Terms
- Prevention & protection(6450)
- Fire fighting(286)
Fire safety(6736) Terms
- General architecture(562)
- Bridges(147)
- Castles(114)
- Landscape design(94)
- Architecture contemporaine(73)
- Skyscrapers(32)
Architecture(1050) Terms
- Αλγόριθμοι & δομές(1125)
- Κρυπτογράφηση(11)