Home > Όροι > Macedonian (MK) > ресурси
ресурси
Material, either object, person, or location, that can be used to provide information.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Water bodies Category: Lakes
езеро Њаса
An African Great Lake and the southernmost lake in the Great Rift Valley system of East Africa. This lake,('''the third largest in Africa and the ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Marat Avetusyan
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
1
Οπαδοί
Business Analyst Glossary by BACafé
Κατηγορία: Τεχνολογία 1 2 Όροι
Browers Terms By Category
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Ρολόι(712)
- Ημερολόγιο(26)
Χρονομετρία(738) Terms
- Υλικό φυσικών επιστημών(1710)
- Μεταλλουργία(891)
- Τεχνολογία διάβρωσης(646)
- Μαγνητική(82)
- Τεστ απόδοσης(1)
Επιστημονικό υλικό(3330) Terms
- Hair salons(194)
- Laundry facilities(15)
- Vetinary care(12)
- Death care products(3)
- Gyms(1)
- Portrait photography(1)