Home > Όροι > Macedonian (MK) > суфицит
суфицит
A surplus would be the amount by which receipts exceed outlays.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Government
- Category: American government
- Company: U.S. Senate
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Snack foods Category: Noodles
инстант тестенини
Се сушат или precooked тестенини сплотена со нафта и често се продаваат со пакет на арома. Сушен тестенини обично се јаде по се готви или натопена во ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Παγκόσμια ιστορία(1480)
- Israeli history(1427)
- Ιστορία της Αμερικής(1149)
- Medieval(467)
- Nazi Germany(442)
- Egyptian history(242)
Ιστορία(6037) Terms
- Δημοσιογραφία(537)
- Τύπος(79)
- Δημοσιογραφία έρευνας(44)
Ειδήσεις(660) Terms
- ISO standards(4935)
- Six Sigma(581)
- Capability maturity model integration(216)