Home > Όροι > Macedonian (MK) > работно искуство

работно искуство

Skills and knowledge gained from having been employed or during occupation-related assignments.

0
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Hristina Acovska
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 0

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Anatomy Category:

акнестис

Делот од телото, кои не може да го досегнете(да го почешате), обично просторот помеѓу плешките.

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

CORNING Gorilla Glass

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 5 Όροι

Works by Da Vinci

Κατηγορία: Arts   3 20 Όροι