Home > Όροι > Macedonian (MK) > практична работа
практична работа
Placing students in specific jobs or employment settings to gain work-related knowledge and skills outside of traditional educational institutions.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση
- Category: Teaching
- Company: Teachnology
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Θρησκεία Category: Χριστιανισμός
Света Петка е месност и црква на приближно 7 километри од Галичник. Секој 19-ти Август (Преображение Христово) се оди на мала прошетка и ручек бо ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Filipe Oliveira
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
Terms frequently used in K-pop
Κατηγορία: Ψυχαγωγία 3 30 Όροι
Browers Terms By Category
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)
Ενέργεια(14403) Terms
- Economics(2399)
- International economics(1257)
- International trade(355)
- Forex(77)
- Ecommerce(21)
- Economic standardization(2)
Economy(4111) Terms
- Διαλέξεις(3667)
- Οργάνωση Εορτών(177)
- Έκθεση(1)
Συνέλευση(3845) Terms
- Manufactured fibers(1805)
- Fabric(212)
- Sewing(201)
- Fibers & stitching(53)
Textiles(2271) Terms
- Όροι Nightclub(32)
- Ορολογία Μπαρ(31)