Home > Βιομηχανία/Τομέας > Building materials > Cement

Cement

Referring to any of various calcined mixtures of clay and limestone, usually mixed with water and sand, gravel, etc., to form concrete, that are used as a building material.

Contributors in Cement

Cement

σκυρόδεμα

Building materials; Cement

Πρόκειται για μια τεχνητή αποτελείται από πέτρα υδραυλικά τσιμέντου, άμμο και χαλίκι ή κατεστραμμένες ροκ, τα τελευταία τρία συστατικά που αποκαλείται μακροοικονομικά ...

φυσικές κονίας

Building materials; Cement

Άλλη ονομασία για υδραυλικά ασβέστου, που λαμβάνονται από την πύρωση της ασβεστόλιθους που περιέχει έως 25% από άργιλο υλικά, όπως από άργιλο ή σχιστολίθων. ...

ανοιχτό πράσινο

Building materials; Cement

Είναι μια καυστική, άκρως άτηκτο ουσία, λευκό όταν καθαρής, που λαμβάνονται από την πύρωση ασβεστολίθου, κελύφη ή άλλων υλικών που αποτελούνται κατά κύριο λόγο ανθρακικού ασβεστίου. ...

βοήθεια συγκολλητικής ύλης υλικά

Building materials; Cement

Αποτελούνται από υλικά δεσμευτική αναμειγνύεται με νερό και άλλων υλικών, χρησιμοποιούνται για να συνδεθείτε μαζί φυσικό λίθο και των τούβλων, καθώς και να κάνετε διαφόρων τύπων τεχνητό ...

κονιάματα

Building materials; Cement

Βοήθεια συγκολλητικής ύλης υλικό που προκύπτει από την ανάμιξη ασβέστου με άμμο, νερό και μερικές φορές άλλων ...

αργιλικό τσιμέντο

Building materials; Cement

Να γίνει θέρμανσης μείγμα ασβεστόλιθου και βωξίτη μέχρι λιωμένο.

Τσιμέντο Portland

Building materials; Cement

Αυτό προκύπτει από θέρμανση σε κλίβανο ονομάζεται τσιμέντου ειδικό κλιβάνου μείγμα ασβεστόλιθου και από ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Traducción automática y asistida por ordenador

Κατηγορία: Languages   1 12 Όροι

Knitting Pattern Abbreviations

Κατηγορία: Arts   2 20 Όροι