Home > Βιομηχανία/Τομέας > Legal services > Legal aid (criminal)
Legal aid (criminal)
Industry: Legal services
Προσθήκη νέου όρουContributors in Legal aid (criminal)
Legal aid (criminal)
αθώωση
Legal services; Legal aid (criminal)
Η απαλλαγή του εναγομένου μετά την καταδικαστική απόφαση δεν είναι απόφαση.
παράδοση από απαγορευτικού
Legal services; Legal aid (criminal)
Παράδοση ένας φυλακισμένος, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει με εγγύηση, σε επιμέλεια του εγγυήσεις.
Διοικητικό δικαστήριο
Legal services; Legal aid (criminal)
Βρετανικό δικαστήριο χειρισμό μιας αίτησης για δικαστική αναθεώρηση.
δικηγόρος
Legal services; Legal aid (criminal)
Πρόσωπο που μπορεί να παρίσταται προς εκπροσώπηση των πελατών του σε δικαστήρια κάθε βαθμού. Μέλος ενός δικηγορικού ...
περιφρόνηση του δικαστηρίου
Legal services; Legal aid (criminal)
Συνειδητή απείθεια προς το δικαστήριο και την όλη δικαστική διαδικασία, π.χ. μη εμφάνιση του μάρτυρα που έχει κληθεί, χωρίς ενημέρωση του δικαστηρίου. ...
τεκμήριο, σχετικό
Legal services; Legal aid (criminal)
Αποδεικτικό μέσο που χρησιμοποιείται κατά την διάρκεια της δίκης ή της ακροαματικής διαδικασίας.
Διακεκριμένα γλωσσάρια
weavingthoughts1
0
Όροι
1
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί