Home > Βιομηχανία/Τομέας > Electrical equipment > Power supplies
Power supplies
Industry: Electrical equipment
Προσθήκη νέου όρουContributors in Power supplies
Power supplies
Westinghouse
Electrical equipment; Power supplies
Αμερικανός εφευρέτης που εισήγαγε το σύστημα της ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιεί το εναλλασσόμενο ρεύμα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. ...
κύκλωμα αντλιών σε σειρά
Electrical equipment; Power supplies
Ένα ηλεκτρικό κύκλωμα, στην οποία η πηγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι συνδεδεμένος με δύο ή περισσότερες συσκευές που ακολουθούν η μία μετά την άλλη του ίδιου ...
πολυμερίζω
Electrical equipment; Power supplies
Η χημική ένωση δύο ή περισσότερων μονομερών ή πολυμερών του ίδιου είδους, για το σχηματισμό ενός μορίου υψηλού μοριακού ...
τάση
Electrical equipment; Power supplies
Ο όρος που χρησιμοποιείται συχνότερα στη θέση της ηλεκτροπαραγωγούς δύναμης, διαφοράς δυναμικού ή πτώσης τάσης, για να υποδεικνύει ηλεκτρική πίεση που υφίσταται μεταξύ δυο σημείων και είναι ικανή για ...
ενέργεια
Electrical equipment; Power supplies
Ο ρυθμός χρόνου στον οποίο εκτελείται το έργο. Ενέργεια λαμβάνεται σε βατ, αν το έργο εκφράζεται σε joule και ο χρόνος σε δευτερόλεπτα. ...
εμπέδηση
Electrical equipment; Power supplies
Η συνολική αντίθεση που ένα κύκλωμα προσφέρει στη ροή εναλλασσόμενου ρεύματος (AC) ή κάθε άλλου χρονικά μεταβαλλόμενου ρεύματος σε μία συγκεκριμένη συχνότητα. Είναι ένας συνδυασμός αντίστασης R και ...
δυναμικό
Electrical equipment; Power supplies
Το έργο ανά μονάδα φορτίου που απαιτείται για να φέρει κάθε φορτίο στο σημείο από μία άπειρη απόσταση.