
Home > Βιομηχανία/Τομέας > Law enforcement > Prostituion
Prostituion
The practice or occupation of engaging in sex with others for money. Prostitution is illegal in most countries.
Industry: Law enforcement
Προσθήκη νέου όρουContributors in Prostituion
Prostituion

Λύκειο πόρνες
Law enforcement; Prostituion
5 αντρών συνελήφθησαν σχετικά με τους ισχυρισμούς εξαναγκασμός Λύκειο κορίτσια, ηλικίας 16-18, στο να γίνουν πόρνες στη Βόρεια Βιρτζίνια. Justin Strom, ο ηλικίας 26 ετών ηγέτης του το υπόγειο ...

Μυστική υπηρεσία πορνεία σκάνδαλο
Law enforcement; Prostituion
Ένα ενοχλητικό φύλο σκάνδαλο που αφορούν έντεκα μυστική υπηρεσία προσωπικού στην Κολομβία, η οποία επισκίασε ΗΠΑ Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα διπλωματική αποστολή στη Λατινική Αμερική το 2012 Απριλίου. Των ...
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Sanket0510
0
Όροι
22
Γλωσσάρια
25
Οπαδοί
Simple Body Language Tips for Your Next Job Interview
