Home > Βιομηχανία/Τομέας > Γλώσσα > Public speaking
Public speaking
Public speech to a group of audience in a structured, deliberate manner to inform, influence, or entertain.
Industry: Γλώσσα
Προσθήκη νέου όρουContributors in Public speaking
Public speaking
διαλύονται λήξης
Γλώσσα; Public speaking
Ένα συμπέρασμα που δημιουργεί θερμή έκκληση από ξεθωριάσει βήμα προς βήμα σε μια δραματική τελική δήλωση.
σιωπηρή ηγέτης
Γλώσσα; Public speaking
Ένα μέλος ομάδας στους οποίους άλλα μέλη αναβάλλουν εξαιτίας της της ή την κατάταξη, εμπειρογνωμοσύνη ή άλλες ποιότητας. ...
αναδυόμενη ηγέτης
Γλώσσα; Public speaking
Ένα μέλος ομάδας που προκύπτει ως ηγέτη κατά τις εργασίες της ομάδας.
πίνακα
Γλώσσα; Public speaking
Μια ομάδα παρουσιαστές, που κάθεται κανονικά, που κατέχουν μια συζήτηση σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα. Μέλη καλούνται να θέτουν ερωτήσεις σε επιμέρους παρουσιαστές ή στην ομάδα στο σύνολό της από ...
γράφημα σε σχήμα πίτας
Γλώσσα; Public speaking
Ένα γράφημα που επισημαίνει τμήματα ενός κύκλου για την εμφάνιση απλής κατανομής μοτίβα.