Home > Όροι > Serbo Croatian (SH) > isparljiv

isparljiv

A solid or liquid material that easily vaporizes. A material with a significant vapor pressure .

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: General chemistry
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

svetiana
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting

vrt naslade

Bosch's most famous and unconventional picture, The Garden of Earthly Delights was painted between 1490 and 1510. The oil painting is on three panels, ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Red Hot Chili Peppers Album

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 10 Όροι

10 Of The Most Dangerous Hit-men of All Time

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   2 10 Όροι