Home > Όροι > Albanian (SQ) > aldohexose

aldohexose

A hexose, të tilla si glukozë ose manozë, përmbajnë grupin e aldehideve.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Chemistry
  • Category: Organic chemistry
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Basketball

top i vdekur

(basketball term) any ball that is not live; occurs after each successful field goal or free-throw attempt, after any official's whistle or if the ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Wars

Κατηγορία: Ιστορία   1 1 Όροι

Multiple Sclerosis

Κατηγορία: Health   1 20 Όροι