Home > Όροι > Albanian (SQ) > bankomat

bankomat

Një pajisje e kompjuterizuar e telekomunikacionit që u ofron klientëve të një institucioni financiar qasje në transaksionet financiare, në një hapësirë publike, pa nevojën për një arkatar, nëpunës njerëzor ose tregues i bankës.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Holiday Category: Unofficial holidays

Smokeout Great American

Observed every year since 1977, the Great American Smokeout takes place on the third Thursday of November. Sponsored by the American Cancer Society, ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Top 10 Inspirational Books of All Time

Κατηγορία: Λογοτεχνία   1 12 Όροι

Game Consoles

Κατηγορία: Arts   2 5 Όροι