Home > Όροι > Albanian (SQ) > bankomat

bankomat

Një pajisje e kompjuterizuar e telekomunikacionit që u ofron klientëve të një institucioni financiar qasje në transaksionet financiare, në një hapësirë publike, pa nevojën për një arkatar, nëpunës njerëzor ose tregues i bankës.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tirana Translations
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αεροπορία Category: Διαστημόπλοια

anije kozmike

A reusable spacecraft with wings developed by the U.S. National Aeronautics and Space Administration (NASA) for human spaceflight missions. The first ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

New Species

Κατηγορία: Animals   2 5 Όροι

WWDC14

Κατηγορία: Τεχνολογία   1 3 Όροι