Home > Όροι > Albanian (SQ) > bankomat

bankomat

Një pajisje e kompjuterizuar e telekomunikacionit që u ofron klientëve të një institucioni financiar qasje në transaksionet financiare, në një hapësirë publike, pa nevojën për një arkatar, nëpunës njerëzor ose tregues i bankës.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α): ATM_₀
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Τραπεζική
  • Category:
  • Company:
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Festivals Category:

Festa e Eid al-Fitr-it

Muslim holiday that marks the end of Ramadan, Muslims are not only celebrating the end of fasting, but thanking GOD for the help and strength that he ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

10 Best Bali Luxury Resorts

Κατηγορία: Travel   1 10 Όροι

Starbucks Espresso Beverages

Κατηγορία: Food   2 34 Όροι