Home > Όροι > Albanian (SQ) > shpikje

shpikje

The combination of existing cultural items into a form that did not previously exist.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vasabra
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Root vegetables

rrepë

Annual or biennial plant (Raphanus sativus) of the mustard family, probably of Oriental origin, grown for its large, succulent root. Low in calories ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Chinese Idioms (Chengyu - 成语)

Κατηγορία: Κουλτούρα   2 10 Όροι

Medical

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 2 Όροι