Home > Όροι > Albanian (SQ) > shpikje

shpikje

The combination of existing cultural items into a form that did not previously exist.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Tirana Translations
  • 0

    Όροι

  • 1

    Γλωσσάρια

  • 4

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching

aftësi orale

skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Chinese Idioms (Chengyu - 成语)

Κατηγορία: Κουλτούρα   2 10 Όροι

Medical

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 2 Όροι

Browers Terms By Category