Home > Όροι > Albanian (SQ) > rimel
rimel
Produkt kozmetik që përdoret për të theksuar ngjyrën e qerpikëve, për të zgjatur ose forcuar ato.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Καλλυντικά & φροντίδα του δέρματος
- Category: Καλλυντικά
- Company: LOreal
- Προϊόν: L'Oreal Voluminous Original Mascara
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Πολεμικές τέχνες Category: Oil painting
Mona Lisa
The Mona Lisa is widely recognized as one of the most famous paintings in the history of art. It is a half-length portrait of a seated woman painted ...
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
Browers Terms By Category
- Capacitors(290)
- Resistors(152)
- Switches(102)
- LCD Panels(47)
- Power sources(7)
- Connectors(7)
Electronic components(619) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Courts(823)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- DNA forensics(434)
- Family law(220)
- Legal aid (criminal)(82)
Legal services(8095) Terms
- General architecture(562)
- Bridges(147)
- Castles(114)
- Landscape design(94)
- Architecture contemporaine(73)
- Skyscrapers(32)
Architecture(1050) Terms
- Γενική νομική(5868)
- Contracts(640)
- Ευρεσιτεχνίες & εμπορικά σήματα(449)
- Legal(214)
- US law(77)
- European law(75)
Νομική(7373) Terms
- Railroad(457)
- Train parts(12)
- Trains(2)