Home > Όροι > Albanian (SQ) > i shenjtë

i shenjtë

The ordinary and commonplace elements of life, as distinguished from the sacred.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Σπορ Category: Basketball

top i vdekur

(basketball term) any ball that is not live; occurs after each successful field goal or free-throw attempt, after any official's whistle or if the ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Chinese Idioms (Chengyu - 成语)

Κατηγορία: Κουλτούρα   2 10 Όροι

Medical

Κατηγορία: Εκπαίδευση   1 2 Όροι