Home > Όροι > Albanian (SQ) > izolim

izolim

The act of physically separating two groups; often imposed on a minority group by a dominant group.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

vasabra
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Fruits & vegetables Category: Fruits

kastravec

A long, green, cylinder-shaped member of the gourd family with edible seeds surrounded by mild, crisp flesh. Used for making pickles and usually eaten ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Ophthalmology

Κατηγορία: Health   1 5 Όροι

Saint Louis

Κατηγορία: Travel   2 21 Όροι