Home > Όροι > Albanian (SQ) > izolim

izolim

The act of physically separating two groups; often imposed on a minority group by a dominant group.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy

Fluskat e rruges se Qumeshtit

The two giant bubbles of high-energy gamma rays protruding from the Milky Way, each spanning 25,000 light-years across, roughly the size of the galaxy ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Bend It Like Beckham (Gurinder Chadha, Director) Blossary

Κατηγορία: Ψυχαγωγία   1 1 Όροι

Reach for the Moon

Κατηγορία: Other   2 8 Όροι