Home > Όροι > Albanian (SQ) > burokraci
burokraci
A component of formal organization in which rules and hierarchical ranking are used to achieve efficiency.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Sociology
- Category: General sociology
- Company: McGraw-Hill
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Εκπαίδευση Category: Teaching
aftësi orale
skills or abilities in oral speech, ability of speech, fluency in speaking
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
anton.chausovskyy
0
Όροι
25
Γλωσσάρια
4
Οπαδοί
The Biggest Lies in History
Κατηγορία: Ιστορία 1 5 Όροι
Browers Terms By Category
- Inorganic pigments(45)
- Inorganic salts(2)
- Phosphates(1)
- Oxides(1)
- Inorganic acids(1)
Inorganic chemicals(50) Terms
- Skin care(179)
- Cosmetic surgery(114)
- Στυλ μαλλιών(61)
- Breast implant(58)
- Cosmetic products(5)
Ομορφιά(417) Terms
- Cooking(3691)
- Fish, poultry, & meat(288)
- Spices(36)
Culinary arts(4015) Terms
- Action toys(4)
- Skill toys(3)
- Animals & stuffed toys(2)
- Educational toys(1)
- Baby toys(1)