Home > Όροι > Albanian (SQ) > shpikje

shpikje

The combination of existing cultural items into a form that did not previously exist.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Sociology
  • Category: General sociology
  • Company: McGraw-Hill
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

ilirejupi
  • 0

    Όροι

  • 0

    Γλωσσάρια

  • 6

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Αστρονομία Category: Galaxy

stoli krishtlindjesh

The giant intergalactic bubble of gas floating in space. It's the remnant of a massive star explosion, or supernova, in the Large Magellanic Cloud ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

The World of Moroccan Cuisine

Κατηγορία: Food   3 9 Όροι

Beaches in Croatia

Κατηγορία: Travel   2 20 Όροι