Home > Όροι > Σερβικά > амортизација
амортизација
The reduction of a debt over time by making periodic payments, usually monthly, a portion of which is interest and a portion of which reduces the outstanding amount of the debt. The monthly mortgage payments remain the same over the life of the loan, even though the proportion of principal to interest changes over time. In the early part of the loan period the principal repayment is very small and interest repayment is very high. At the end of the loan that relationship is reversed.
0
0
Βελτίωση
- Μέρος του λόγου: noun
- Συνώνυμο(α):
- Blossary:
- Κλάδος/Τομέας: Real estate
- Category: General
- Company: Century 21
- Προϊόν:
- Ακρώνυμο-συντόμευση:
Άλλες γλώσσες:
Τι θέλετε να πείτε;
Ορολογία Ειδήσεων
Featured Terms
Κλάδος/Τομέας: Στρατιωτικά Category: Peace keeping
вишецевни лансер ракета
Ракетни лансирни систем способан за испаљивање салви.
Συμβάλλων
Διακεκριμένα γλωσσάρια
cristina cinquini
0
Όροι
2
Γλωσσάρια
0
Οπαδοί
orthodontic expansion screws
Κατηγορία: Health 2 4 Όροι
Browers Terms By Category
- Radiology equipment(1356)
- OBGYN equipment(397)
- Συσκευές καρδιακής υποστήριξης(297)
- Clinical trials(199)
- Ultrasonic & optical equipment(61)
- Physical therapy equipment(42)
Ιατρικές συσκευές(2427) Terms
- Κοσμήματα(850)
- Style, cut & fit(291)
- Μάρκες & ετικέτες(85)
- Γενική μόδα(45)
Μόδα(1271) Terms
- Cardboard boxes(1)
- Wrapping paper(1)
Paper packaging(2) Terms
- Φυσικό αέριο(4949)
- Άνθρακας(2541)
- Πετρέλαιο(2335)
- Αποτελεσματικότητα ενέργειας(1411)
- Ατομική ενέργεια(565)
- Αγορά ενέργειας(526)