Home > Όροι > Σερβικά > амортизација

амортизација

The reduction of a debt over time by making periodic payments, usually monthly, a portion of which is interest and a portion of which reduces the outstanding amount of the debt. The monthly mortgage payments remain the same over the life of the loan, even though the proportion of principal to interest changes over time. In the early part of the loan period the principal repayment is very small and interest repayment is very high. At the end of the loan that relationship is reversed.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Real estate
  • Category: General
  • Company: Century 21
  • Προϊόν:
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Sanja Milovanovic
  • 0

    Όροι

  • 5

    Γλωσσάρια

  • 1

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Ποτά Category: Distilled liquor

Пачаран

Пачаран је алкохолно пиће типично за Навару (Шпанија). Прави се од трнина урољених у ликер од аниса() током периода од једног до осам месеци, а ...

Συμβάλλων

Διακεκριμένα γλωσσάρια

African Instruments

Κατηγορία: Arts   1 8 Όροι

orthodontic expansion screws

Κατηγορία: Health   2 4 Όροι